εὐλυσία

Revision as of 16:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A suppleness, ease of movement, D.L.6.70, Muson.Fr.19p.107H.; εὐ. κοιλίας a healthy motion of the bowels, Cic.Fam.16.18.1. II release, redemption, opp. στένωσις, PFlor.296.21 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, das leichte Lösen, Gewandtheit im Lösen, Muson. Stob. fl. 484; D. L. 6, 70; κοιλίας, Bemühung sich offenen Leib zu erhalten, Cic. fam. 16, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλῠσία: ἡ, εὐκολία περὶ τὸ λύειν, εὐκινησία, Διογ. Λ. 6. 70, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 19. 11· εὐλ. κοιλίας, ὑγιεινὸς βαθμὸς εὐκοιλιότητος, Κικ. Fam. 16. 18, 1.

Greek Monolingual

ευλυσία, ἡ (Α) εύλυτος
1. ευκολία στην κίνηση, ευλυγισία, επιτηδειότητα
2. φρ. «εὐλυσία κοιλίας» — υγιεινή κίνηση τών εντέρων (Κικ.)
3. απελευθέρωση, χαλάρωση, ανακούφιση (αντίθ. στένωσις).

Russian (Dvoretsky)

εὐλῠσία:
1) легкость в движениях, подвижность Diog. L.;
2) очищение, опорожнение (κοιλίας Cic.).