ἀντόμνυμι
English (LSJ)
A swear in turn, swear on the other part, in a treaty, c. fut. inf., X.HG3.4.6, Ages.1.10.
II as Att. law-term, make an affidavit, both of the accuser and the defendant (cf. ἀντωμοσία), Antipho 1.18, Is.9.1, D.43.3, etc.:—in Med., Is.5.16.
German (Pape)
[Seite 264] (ὄμνυμι), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. ἀντωμοσία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντόμνυμι: μέλλ. -ομοῦμαι: - ὄμνυμι καὶ αὐτός, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. ἀντωμοσία), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.
French (Bailly abrégé)
jurer à son tour ou contrairement à qqn ; particul. prêter serment en justice en parl. des parties adverses;
Moy. m. sign.
Étymologie: ἀντί, ὄμνυμι.
Spanish (DGE)
1 jurar a su vez c. inf. fut. ἀ. ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει ... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς X.HG 3.4.6, cf. Ages.1.10, D.C.50.7.1, SIG 1208.11.
2 jur. hacer una declaración jurada en contra de la otra parte en una acción judicial, c. ac. de obj. int., en un proceso por un delito de sangre εὔορκα ἀ. Antipho 1.8, de otro tipo de procesos ταῦτα Is.5.4, cf. 9.1
•περὶ ὧν ἀντώμοσαν Isoc.16.2, cf. 18.37
•c. ac. de obj. externo Ἀνδρονίκῳ ... δάνειον (δράχμας) ἃς ἀντομόσατο (?) PCair.Zen.326.172
•abs. Is.9.34, D.43.3, OGI 484.39 (Pérgamo I d.C.)
•en v. med. mismo sent. Is.5.16, Gr.Shorthand Man.711.
Greek Monolingual
ἀντόμνυμι (Α)
1. ορκίζομαι και ο ίδιος
2. (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως κατήγορος, ότι οι κατηγορίες μου θα είναι αληθείς ή, ως κατηγορούμενος, ότι θα απολογηθώ με ειλικρίνεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀντόμνῡμι: (aor. ἀντώμοσα)
1) приносить со своей стороны клятву Xen.;
2) тж. med., юр. взаимно присягать Isae., Dem.