περιφλέγω

Revision as of 08:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

English (LSJ)

A burn, blaze all round, Id.2.648c. II trans., burn up, wither, θέρος π. τὰ γεννώμενα Ph. 2.391; ἆσθμα π. χαίτην D.Chr.36.47 : with acc. understood, πρὶν ἢ τὸν ἥλιον -φλέγειν Poll.10.51; overheat, Plu.2.651b, Sor.1.72 :—Pass., of victims in the bull of Phalaris, Plb.12.25.2; to be singed, Philum. Ven.7.12: metaph., Plu.2.498b; cf. περιφλεύω.

German (Pape)

[Seite 599] ringsum verbrennen, Pol. 12, 25, 2; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιφλέγω: καίω, φλέγω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 648C, Δίων Χρ. 2. 97. ― Παθ., Πολύβ. 12. 25, 2.

French (Bailly abrégé)

1 tr. enflammer tout autour, acc.;
2 intr. être ardent tout autour.
Étymologie: περί, φλέγω.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. περιφλέγομαι
καίγομαι από παντού, κατακαίγομαι
μσν.
παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῖς ῥοαῑς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.)
αρχ.
1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.)
2. φλέγω, καίω ολόγυραθέρος περιφλέγει τὰ γεννώμενα», Φίλων)
3. κατακαίω, καταστρέφω τελείως.

Greek Monotonic

περιφλέγω: μέλ. -ξω, κατακαίω ολόγυρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιφλέγω:
1) обжигать, сжигать, опалять (καταπιμπράναι καὶ π. τινά Plut.; πανταχόθεν περιφλεγόμενος Polyb.);
2) пылать, быть в огне: τῶν τόπων ἐμπύρων ὄυτων καὶ περιφλεγόντων Plut. так как эти местности чрезвычайно жарки.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn all round, Plut.