περιφλέγω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
A burn, blaze all round, Id.2.648c.
II trans., burn up, wither, θέρος π. τὰ γεννώμενα Ph. 2.391; ἆσθμα π. χαίτην D.Chr.36.47: with acc. understood, πρὶν ἢ τὸν ἥλιον -φλέγειν Poll.10.51; overheat, Plu.2.651b, Sor.1.72:—Pass., of victims in the bull of Phalaris, Plb.12.25.2; to be singed, Philum. Ven.7.12: metaph., Plu.2.498b; cf. περιφλεύω.
German (Pape)
[Seite 599] ringsum verbrennen, Pol. 12, 25, 2; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 tr. enflammer tout autour, acc.;
2 intr. être ardent tout autour.
Étymologie: περί, φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
περιφλέγω:
1 обжигать, сжигать, опалять (καταπιμπράναι καὶ π. τινά Plut.; πανταχόθεν περιφλεγόμενος Polyb.);
2 пылать, быть в огне: τῶν τόπων ἐμπύρων ὄυτων καὶ περιφλεγόντων Plut. так как эти местности чрезвычайно жарки.
Greek (Liddell-Scott)
περιφλέγω: καίω, φλέγω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 648C, Δίων Χρ. 2. 97. ― Παθ., Πολύβ. 12. 25, 2.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. περιφλέγομαι
καίγομαι από παντού, κατακαίγομαι
μσν.
παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῖς ῥοαῖς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.)
αρχ.
1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.)
2. φλέγω, καίω ολόγυρα («θέρος περιφλέγει τὰ γεννώμενα», Φίλων)
3. κατακαίω, καταστρέφω τελείως.
Greek Monotonic
περιφλέγω: μέλ. -ξω, κατακαίω ολόγυρα, σε Πλούτ.