καταμαραίνω

Revision as of 10:49, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

aor. A -εμάρᾱνα Ph.1.266:—cause to wither, Thphr. Ign.10, Ph.l.c.; make lean, Luc.Tim.17:—Pass., die away, of dropsical swellings, Hp.Prorrh.2.6; τὸ πῦρ κ. Arist.Resp.479a14, cf. Thphr.HP5.9.3, etc.; τὸ πάθος (sc. τοῦ σεισμοῦ) κ. Arist.Mete.368a7; of persons, πρὶν ἀνθῆσαι… κ. Plu.2.804e.

German (Pape)

[Seite 1362] dürr, welk, kraftlos machen, Theophr. u. Sp. – Pass. verwelken, hinschwinden; καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arist. de respirat. 17; Sp.; πολλοὶ πρὶν ἀνθῆσαι περὶ τὸ βῆμα κατεμαράνθησαν Plut. rein. ger. pr. 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰραίνω: (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), κάμνω τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· ἰσχναίνω, ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ πάθος (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε.

French (Bailly abrégé)

1 faner, flétrir ; Pass. se faner, se flétrir;
2 exténuer.
Étymologie: κατά, μαραίνω.

Greek Monolingual

(AM καταμαραίνω)
μαραίνω κάτι εντελώς
αρχ.
1. αδυνατίζω, εξασθενώ
2. παθ. καταμαραίνομαι
(ιδίως για πρόσ.) φθείρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαραίνω act. doen wegkwijnen. pass. uitgeput raken; geneesk. slinken (van zwellingen).

Russian (Dvoretsky)

καταμᾰραίνω: делать блеклым, иссушать, изнурять (εὐπρόσωπον κόρην Luc.): πολλοί, πρὶν ἀνθῆσαι, κατεμαράνθησαν Plut. многие, прежде чем расцвести, увяли; τέλος γινομένης ἐπιτάσεως, καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arst. достигнув крайнего напряжения, огонь угасает.