γεωρυχέω
English (LSJ)
A dig in the earth, dig a mine, Hdt.4.200, Ael.NA16.15.
German (Pape)
[Seite 488] in der Erde graben, bei Her. 4, 200 von unterirdischen Gängen; vgl. Ael. H. A. 16, 15; χρυσίον, Gold ausgraben, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
γεωρῠχέω: σκάπτω ἐν τῇ γῇ, ἀνοίγω ὑπόνομον ἢ μεταλλεῖον, Ἡρόδ. 4. 200, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15·― ἀλλ᾿ ὡσαύτως γ. χρυσίον Κλήμ. Ἀλ. 242.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
creuser la terre, ouvrir une mine.
Étymologie: cf. γεωρυχία.
Spanish (DGE)
excavar la tierra, c. fines militares abrir una mina Hdt.4.200, cf. Poll.7.97
•c. suj. de anim. hacer una guarida Ael.NA 16.15, Clem.Al.Strom.4.6.31, Paed.2.12.120.
Greek Monotonic
γεωρῠχέω: μέλ. -ήσω, σκάβω μέσα στη γη, ανοίγω υπόνομο ή μεταλλείο, εξορύσσω από ορυχείο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
γεωρῠχέω: рыть землю, копать рвы Her.