μεγαλωφελής

Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ές, (ὄφελος) A very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.

German (Pape)

[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.

Greek Monolingual

μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοιν-ωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλωφελής: весьма полезный, приносящий большую пользу Plut.