μεγαλωφελής

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωφελής Medium diacritics: μεγαλωφελής Low diacritics: μεγαλωφελής Capitals: ΜΕΓΑΛΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: megalōphelḗs Transliteration B: megalōphelēs Transliteration C: megalofelis Beta Code: megalwfelh/s

English (LSJ)

μεγαλωφελές, (ὄφελος) very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.

German (Pape)

[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλωφελής: весьма полезный, приносящий большую пользу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.

Greek Monolingual

μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοινωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].