προσκαταίρω

Revision as of 11:44, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

1 aor. -κατῆρα, τῷ στόλῳ A sail down against, D.S.11.61.

German (Pape)

[Seite 768] (s. αἴρω), τῷ στόλῳ, mit der Flotte aufbrechen, D. Sic. 11, 61.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταίρω: καταπλέω ἐναντίον τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον Διόδ. 11. 61.

Greek Monolingual

Α
καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»].

Russian (Dvoretsky)

προσκαταίρω: приплывать, прибывать (τῷ στολῳ ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Diod.).