περιμετρέω

Revision as of 11:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A measure all round, Luc.Icar.6, Nav.12.

German (Pape)

[Seite 583] rings herum messen (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιμετρέω: μετρῶ ὁλόγυρα, Λουκ. Ἰκαρομ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mesurer tout autour.
Étymologie: περί, μετρέω.

Greek Monotonic

περιμετρέω: μέλ. -ήσω, μετρώ ολόγυρα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιμετρέω: производить обмер, измерять (τὸ μέγεθός τινος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιμετρέω [περίμετρος] rondom meten.

Middle Liddell

fut. ήσω
to measure all round, Luc.