измерять
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Russian > Greek
ἐκμετρέω, σταθμάω, σταθμέω, ταλαντεύω, μετρέω, γεωμετρέω, διαμετρέω, καταμετρέω, περιμετρέω, παραμετρέω, ἀναμετρέω, βηματίζω