φοινικόβαπτος
English (LSJ)
ον, A purple-dyed, ἐσθήματα A.Eu.1028.
German (Pape)
[Seite 1296] in Purpur getaucht, gefärbt, Aesch. Eum. 982 ἐσθήματα.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
βαμμένος με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό-βαπτος, πορφυρό-βαπτος].
Greek Monotonic
φοινῑκόβαπτος: -ον, βαμμένος σε χρώμα πορφυρό, ἐσθήματα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόβαπτος: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).