ἀμφίθηκτος

Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, = ἀμφιθηγής (sharpened on both sides, two-edged), AP 6.94 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 139] dasselbe, eigtl. auf beiden Seiten geschärft, ξίφος Soph. Ant. 1309, Schol. δίστομος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθηκτος: -ον, ὁ τεθηγμένος, ἠκονημένος ἑκατέρωθεν, δίστομος, ξίφος Σοφ. Ἀντ. 1309: - οὕτως, ἀμφιθηγής, ές, σάγαρις Ἀνθ. Π. 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aiguisé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, θήγω.

Spanish (DGE)

-ον de doble filo ξίφος S.Ant.1309.

Greek Monolingual

ἀμφίθηκτος, -ον (Α)
ο αμφιθηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- -θηκτος < θ. θηγ-, θήγω + κατάλ. -τος].

Greek Monotonic

ἀμφίθηκτος: -ον, ακονισμένος και από τις δύο πλευρές, δίστομος, σε Σοφ.· ομοίως, ἀμφῑ-θηγής, -ές (θήγω), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθηκτος: отточенный с обеих сторон, обоюдоострый (ξίφος Soph.).

Middle Liddell

θήγω
sharpened on both sides, two-edged, Soph.