ἀμφίπλεκτος

Revision as of 12:01, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A intertwined, S.Tr.520 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, Σοφ. Τρ. 520· πρβλ. κλῖμαξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(lutte) où les adversaires s’enlacent entre eux.
Étymologie: ἀμφί, πλέκω.

Spanish (DGE)

-ον
que se entrelaza κλίμακες de llaves de lucha, S.Tr.520, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφίπλεκτος, -ον (Α) ἀμφιπλέκω
ο πλεγμένος ολόγυρα.

Greek Monotonic

ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, σε Σοφ.· πρβλ. κλῖμαξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπλεκτος: обвитый, взаимно переплетенный (κλίμακες Soph.).

Middle Liddell

intertwined, Soph.; cf. κλῖμαξ.