ἄρεσκος

Revision as of 12:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, A pleasing, mostly in bad sense, obsequious, cringing, Arist.EN1108a28, 1126b12, Thphr.Char.5.1. II ἄρεσκος, ὁ, the staff borne by πορνοβοσκοί on the stage, Poll.4.120.

German (Pape)

[Seite 348] η, ον, schmeichlerisch, Arist. Eth. Nic. 9, 10; vgl. Theophr. char. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cherche à plaire, obséquieux.
Étymologie: ἀρέσκω.

Spanish (DGE)

-η, -ον
I adj.
1 peyor. obsequioso, adulador, servil Arist.EN 1108a28, 1126b12, Thphr.Char.5.1.
2 posit. que desea agradar, amable Hsch.
II subst. ὁ ἄ. n. cóm. dado al bastón del alcahuete de una casa de lenocinio, Poll.4.120, Hsch.

Greek Monolingual

ἄρεσκος, ο, η (AM)
1. ευχάριστος στους τρόπους
2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω.
ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως
αρχ.
αρεσκεύομαι.
ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος
αρχ.
ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος].

Greek Monotonic

ἄρεσκος: -η, -ον, αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, ευχάριστος· κατά κανόνα όμως με αρνητική σημασία, χαμερπής, δουλοπρεπής, σε Αριστ., Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρεσκος: угодливый, заискивающий Arst.

Middle Liddell

ἀρέσκω
pleasing, but mostly in bad sense, obsequious, cringing, Arist., Theophr.