ὑπεκρίπτω
English (LSJ)
A dislodge by intrigue, 'elbow out of . . ' Id.Comp.Ages.Pomp.1.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. ῥίπτω), darunter od. heimlich herauswerfen, τινός, Plut. Ages. et Pomp. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκρίπτω: ἐκρίπτω κάτωθέν τινος, τινὰ ἔκ τινος Πλουτ. Ἀγησ. Κ. Πομπ. Σύγκρ. 1.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α
εκτοπίζω, εκδιώκω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω»].
Greek Monotonic
ὑπεκρίπτω: μέλ. -ψω, αποβάλλω, ρίχνω, πετάω κάτω από, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκρίπτω: выкидывать прочь, выгонять (τινά Plut.).