ἐφέσπερος
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.
Greek Monolingual
ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐφέσπερος: лежащий на западе, западный (χῶρος Soph.).