εὐμέλανος

Revision as of 12:58, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’encre, qui a de l’encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.

Greek Monolingual

εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.

Greek Monotonic

εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).

Middle Liddell

εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.