μονόπεπλος
English (LSJ)
ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E. Hec. 933 (lyr.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vêtu seulement d’un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.
Greek Monolingual
μονόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῦσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό-πεπλος].
Greek Monotonic
μονόπεπλος: -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονόπεπλος: одетый в один лишь пеплос (Δωρὶς ὡς κόρα Eur.).
Middle Liddell
μονό-πεπλος, ον
wearing the tunic only, Eur.