νάρδινος

Revision as of 13:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

η, ον, A of nard, ν. μύρον oil of spikenard, Men.274, Plb.30.26.2; ἔλαιον ν. Edict.Diocl.Troez.27, al.; τὰ ν. Antiph.35.

German (Pape)

[Seite 229] von der Narde, bes. ἔλαιον, Nardenöl, μύρον, Pol. 31, 4, 2 Ath. X, 439 b Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

νάρδινος: -η, -ον, ὁ ἐκ νάρδου, ν. μύρον, ἔλαιον ἐκ νάρδου, Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 3, Πολύβ. 31. 4, 2· οὕτω, τὰ νάρδινα Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.

Spanish

de nardo

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νάρδινος, -ίνη, -ον) νάρδος
1. ναρδικός, από νάρδο
2. φρ. «νάρδινο μύρο» — ελαιώδης αρωματική ουσία που προέρχεται από τη νάρδο.

Russian (Dvoretsky)

νάρδῐνος: приготовленный из нарда (μύρον Men., Polyb.).