σύσπονδος

Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A = ὁμόσπονδος, Aeschin.2.163 (pl., v.l.).

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.

Greek (Liddell-Scott)

σύσπονδος: -ον, = ὁμόσπονδος, Αἰσχίν. 50. 9, πρβλ. ὁμόσπονδος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόσπονδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά-σπονδος, υπό-σπονδος].

Greek Monotonic

σύσπονδος: -ον (σπονδή), = ὁμόσπονδος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σύσπονδος: вместе совершающий возлияние Aeschin.

Middle Liddell

σύ-σπονδος, ον, σπονδή = ὁμόσπονδος, Aeschin.]