ἑκκαιδεκάδωρος

Revision as of 14:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A sixteen palms long, 11.4.109.

German (Pape)

[Seite 761] von sechszehn Handbreiten, Il. 4, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκκαιδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δεκαὲξ παλαμῶν, «ἑκκαίδεκα παλαιστῶν˙ δῶρον γὰρ καλεῖται ἡ παλαιστή, ἥ ἐστιν ἔκτασις τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de seize palmes.
Étymologie: ἑκκαίδεκα, δῶρον².

English (Autenrieth)

sixteen palms (δῶρα) long, of the horns of a wild goat, Il. 4.109†.

Spanish (DGE)

-ον
de dieciséis palmos κέρα Il.4.109, cf. 2 δῶρον.

Greek Monolingual

ἑκκαιδεκάδωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλαμών.

Greek Monotonic

ἑκκαιδεκάδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλάμες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκκαιδεκάδωρος: протяжением или размером в шестнадцать доров (δῶρον = 7.77 см) Hom.

Middle Liddell

ἑκκαιδεκά-δωρος, ον δῶρον
sixteen palms long, Il.