παλαιστή
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ἡ, = παλαστή (q.v.); Aeol. παλαίστα Alc. 33.6 (v.l. παλάσταν).
German (Pape)
[Seite 446] ἡ, die flache Hand, wie παλάμη, die Breite von vier Fingern, als Längenmaaß, Arist. H. A. 9, 27 u. A.; auch παλαστή geschrieben, VLL., vgl. Lob. Phryn. 295. – Bei Sp. auch παλαιστής, vgl. Poll. 2, 157.
French (Bailly abrégé)
ής (ἡ) :
1 paume de la main;
2 paume ou palme, mesure att. valant 4 doigts.
Étymologie: παλαστή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιστή -ῆς, ἡ zie παλαστή.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
παλαιστή: ἡ, μεταγεν. μορφή του παλαστή, βλ. αυτ.
Greek (Liddell-Scott)
παλαιστή: ἡ, μεταγενέστ. τύπος τοῦ παλαιστή, ὃ ἴδε.