πινώτιον

Revision as of 18:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

τό, A pearl ear-ring, POxy.1449.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
ενώτιο από πίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πιν-ενώτιον, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) < πίνη «μαργαριτάρι» + ἐνώτιον «σκουλαρίκι»].