λαώδης

Revision as of 10:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ες, (λαός) A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.

Greek Monolingual

λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λᾱώδης: -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱώδης: (все)народный (ἡ κλῆσις ἐν τοῖς δείπνοις Plut.).

Middle Liddell

λᾱ-ώδης, ες εἶδος
popular, Lat. popularis, Plut.