ἀφία

Revision as of 10:55, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ἡ, A lesser celandine, Ranunculus Ficaria, Thphr.HP7.7.3.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, eine wilde, eßbare Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφία: (;) ἡ, εἶδος ἐδωδίμου φυτοῦ ἀγρίου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7, 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. celidonia menor, ficaria, Ranunculus ficaria L., Thphr.HP 7.7.3.

Greek Monolingual

ἀφία, η (Α)
το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. apium «σέλινο» και με ιλλυρ. ap- «νερό»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: lesser celandine, Ranunculus ficaria (Thphr. HP 7, 7, 3).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: The connection with ἀφιέναι (τὸ ἄνθος) in Thphr. is defended by Thiselton-Dyer, Journ. of Phil. 33, 206f.; doubtdul. Rather a loan. Krahe, Spr. Illyrier 44, connects Lat. apium parsley (further to *ap- water). Fur. 167 objects that these are quite different plants. He himself (330, with parallels for the -ρ-) proposes to compare ἄφρισσα id. (Apul. Herb. 15). Improbable vW.

Frisk Etymology German

ἀφία: {aphía}
Grammar: f.
Meaning: Feigwurz, Ranunculus ficaria (Thphr. HP 7, 7, 3).
Etymology: Unerklärt. Die volksetymokogische Anknüpfung an ἀφιέναι (τὸ ἄνθος) bei Thphr. sucht Thiselton-Dyer JournofPhil. 33, 206f. mit zweifelhaftem Erfolg semantisch zu begründen. Eher LW.
Page 1,195