καταισθάνομαι

Revision as of 07:45, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

A perceive, τι S.OT422.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. αἰσθάνομαι), verstärktes simplex, ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. O. R. 422.

Greek (Liddell-Scott)

καταισθάνομαι: ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sbj. 3ᵉ sg. καταίσθῃ;
s'apercevoir de, apprendre, acc..
Étymologie: κατά, αἰσθάνομαι.

Greek Monolingual

καταισθάνομαι (Α)
αντιλαμβάνομαι κάποιον πλήρως.

Greek Monotonic

καταισθάνομαι: μέλ -αισθήσομαι, αποθ., καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι πλήρως, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταισθάνομαι: (ясно) замечать, узнавать: ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. когда ты узнаешь (в какой) брак (ты вступил).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αισθάνομαι volledig begrijpen:. ὁταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον wanneer je je huwelijk volledig hebt begrepen Soph. OT 422.

Middle Liddell

fut. -αισθήσομαι
Dep. to come to full perception of, Soph.