ἀπαισχύνομαι

Revision as of 08:10, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

[ῡ], A shrink back or refuse through shame, Pl.Grg. 494c, Phld.Lib.p.34O.

German (Pape)

[Seite 275] aus Scham von etwas abstehen, es unterlassen, ἀπαισχυνοῦμαι u. ἀπῃσχύνθην, Plat. Gorg. 494 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαισχύνομαι: ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι ἕνεκα ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. ἀποδειλιάω.

French (Bailly abrégé)

s'abstenir par pudeur, rougir de.
Étymologie: ἀπό, αἰσχύνω.

Spanish (DGE)

retraerse por vergüenza Pl.Grg.494c, Phld.Lib.p.34.

Greek Monolingual

ἀπαισχύνομαι (Α)
ντρέπομαι, αρνούμαι κάτι από ντροπή.

Greek Monotonic

ἀπαισχύνομαι: [ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, αποθ., αρνούμαι κάτι επειδή ντρέπομαι, συστέλλομαι από ντροπή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαισχύνομαι: из стыда уклоняться, стыдливо избегать Plat.

Middle Liddell


to refuse through shame, Plat.