παραφορέω

Revision as of 07:39, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215:— Pass., Hdt.1.133. 2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.

German (Pape)

[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.

Greek Monotonic

παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παραφορέω: (= παραφέρω
1) преподносить, подносить, подавать (τινί τι Arph.);
2) med. сносить в одно место, нагромождать (χύδην Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφορέω [παράφορος] act. aandragen:. ἅπαντα... σοι παρέφορουν ik bracht je alles Aristoph. Eq. 1215. med. verzamelen.

Middle Liddell

fut. ήσω, = παραφέρω
to set before, τί τινι Ar.:—Pass., Hdt.