χειροπέδη

Revision as of 10:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ἡ, A handcuff, IG22.1424a274, PCair.Zen.782 (a).13 (iii B.C.), LXXPs.149(150).8, Si.21.19, al., D.S.20.13, Poll.2.152, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπέδη: δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Β΄, 152, Εὐστ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menottes.
Étymologie: χείρ, πέδη.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α
συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι
συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «του πέρασαν αμέσως χειροπέδες» β. «τοῦ δῆσαι... τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῑς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο-πέδη)].

Russian (Dvoretsky)

χειροπέδη:ручные оковы Diod.