δυσαυλία

Revision as of 10:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A ill or hard lodging, A.Ag.555 (pl.), Ph.1.195 (pl.).

German (Pape)

[Seite 676] schlechtes Wohnen unter freiem Himmel; Aesch. Ag. 541; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαυλία: ἡ, κακή, δύσκολος, δυσάρεστος οἴκησις ἐν ὑπαίθρῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 555, Φίλων 1. 195.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour pénible en plein air.
Étymologie: δύσαυλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
incómoda noche al raso, mal alojamiento μόχθους ... καὶ δυσαυλίας A.A.555, cf. Fr.78c.7, Ph.1.195.

Greek Monolingual

δυσαυλία, η (Α)
δύσκολη εγκατάσταση στο ύπαιθρο.

Greek Monotonic

δυσαυλία: ἡ, κακή ή δυσάρεστη, δύσκολη στέγαση, κακό κατάλυμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δυσαυλία:отсутствие крова, бесприютность (μόχθοι καὶ δυσαυλίαι Aesch.).

Middle Liddell

δυσαυλία, ἡ,
ill or hard lodging, Aesch. [from δύσαυλος

English (Woodhouse)

exposure to the weather