ὀλιγοετία

Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ἡ, A fewness of years, youth, X.Cyr.1.4.3.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Alter von wenig Jahren, Jugend, Xen. Cyr. 1, 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοετία: ἡ, ὀλιγότης ἐτῶν, νεότης, Ξεν. Κυρ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeune âge, jeunesse.
Étymologie: ὀλίγος, ἔτος.

Greek Monolingual

ὀλιγοετία, ἡ (Α) ολιγοετής
η νεαρή ηλικία, η νεότητα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοετία: ἡ (ἔτος), το να έχει ζήσει κάποιος λίγα χρόνια, νεότητα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοετία:малолетство, ранний возраст, молодость Xen.

Middle Liddell

ὀλῐγο-ετία, ἡ, ἔτος
fewness of years, youth, Xen.