ὀλιγοετία

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοετία Medium diacritics: ὀλιγοετία Low diacritics: ολιγοετία Capitals: ΟΛΙΓΟΕΤΙΑ
Transliteration A: oligoetía Transliteration B: oligoetia Transliteration C: oligoetia Beta Code: o)ligoeti/a

English (LSJ)

ἡ, fewness of years, youth, X.Cyr.1.4.3.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Alter von wenig Jahren, Jugend, Xen. Cyr. 1, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeune âge, jeunesse.
Étymologie: ὀλίγος, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοετία:малолетство, ранний возраст, молодость Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοετία: ἡ, ὀλιγότης ἐτῶν, νεότης, Ξεν. Κυρ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

ὀλιγοετία, ἡ (Α) ολιγοετής
η νεαρή ηλικία, η νεότητα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοετία: ἡ (ἔτος), το να έχει ζήσει κάποιος λίγα χρόνια, νεότητα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀλῐγο-ετία, ἡ, ἔτος
fewness of years, youth, Xen.