βαρυσίδηρος
English (LSJ)
[ῐ], ον, A heavy with iron, Plu.Aem.18.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un fer ou d'un acier pesant (épée).
Étymologie: βαρύς, σίδηρος.
Spanish (DGE)
-ον
de hierro pesado ὀρθὰς δὲ ῥομφαίας βαρυσιδήρους ... ἐπισείοντες blandiendo mandobles de hierro pesados y rectos PIu.Aem.18.
Greek Monolingual
βαρυσίδηρος, -ον (AM)
βαρύς από το πολύ σίδερο.
Greek Monotonic
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυσίδηρος: из тяжелого железа, тяжеловесный (ῥομφαία Plut.).