κρητισμός
English (LSJ)
ὁ, Cretan behaviour, i.e. lying, Plu. Aem. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conduite digne d'un Crétois, càd fourberie.
Étymologie: κρητίζω.
Greek Monolingual
κρητισμός, ὁ (Α)
1. η συμπεριφορά τών Κρητών
2. ψευδολογία («ὁ δὲ κρητισμῷ χρησάμενος τὰ μὲν χρήματα νύκτωρ ανέλαβεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Russian (Dvoretsky)
κρητισμός: ὁ «критский» образ действий, т. е. плутни, обман (κρητισμῷ χρῆσθαι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρητισμός -οῦ, ὁ [κρητίζω] Cretenzisch gedrag, d.w.z. list en bedrog.