κρητισμός

Revision as of 11:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, Cretan behaviour, i.e. lying, Plu. Aem. 26.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conduite digne d'un Crétois, càd fourberie.
Étymologie: κρητίζω.

Greek Monolingual

κρητισμός, ὁ (Α)
1. η συμπεριφορά τών Κρητών
2. ψευδολογία («ὁ δὲ κρητισμῷ χρησάμενος τὰ μὲν χρήματα νύκτωρ ανέλαβεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Russian (Dvoretsky)

κρητισμός: ὁ «критский» образ действий, т. е. плутни, обман (κρητισμῷ χρῆσθαι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρητισμός -οῦ, ὁ [κρητίζω] Cretenzisch gedrag, d.w.z. list en bedrog.