περιαλιφή

Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, whitewashing, IG22.1672.61.

Greek Monolingual

ἡ, Α
επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παρλλ. του ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ἀλείφω, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ-αλιφή)].