ποινάτωρ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 651] ορος, ὁ, Strafer, Rächer, Verfolger, Aesch. Ag. 1254 Eur. El. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ποινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τιμωρός, τιμωρητικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281, Εὐρ. Ἠλ. 23. 268.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(δωρ. τ.) ποινήτωρ, τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. θηρά-τωρ, γεννή-τωρ)].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ποινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ каратель, мститель Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποινάτωρ -ορος, ὁ [ποινή] wreker.