πολυχείμων

Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος, very stormy, θάλασσα App.BC5.108.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχείμων: ὁ, ἡ, λίαν δυσχείμεροςθυελλώδης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
πολύ τρικυμιώδης, θυελλώδηςπολυχείμων θάλασσα», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χείμων (< χεῖμα / χειμών «κακοκαιρία»), πρβλ. βαρυ-χείμων].