πολυφίλητος

Revision as of 15:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῐ], ον, much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.

German (Pape)

[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφίλητος: -ον, ὁ πολὺ ἀγαπητός, ὁ λίαν πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ-φίλητος].