πολυφίλητος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφίλητος Medium diacritics: πολυφίλητος Low diacritics: πολυφίλητος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polyphílētos Transliteration B: polyphilētos Transliteration C: polyfilitos Beta Code: polufi/lhtos

English (LSJ)

[ῐ], ον, much-loved, Glossaria on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.

German (Pape)

[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφίλητος: -ον, ὁ πολὺ ἀγαπητός, ὁ λίαν πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευφίλητος].