πυρρότριχος
English (LSJ)
ον, = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].
Greek Monotonic
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.
Russian (Dvoretsky)
Middle Liddell
πυρρό-τρῐχος, ον, = πυρρόθριξ, Theocr.]