στηλίδιον

Revision as of 18:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, Dim. of στήλη, little monument, Thphr.Char.21.9; boundary-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στηλίς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήλη, μικρὰ στήλη, μικρὸν μνημεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· λίθος ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.

Greek Monotonic

στηλίδιον: τό, υποκορ. του στήλη, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.

Middle Liddell

στηλίδιον, ου, τό, [Dim. of στήλη, Theophr.]