συνοπάζομαι
English (LSJ)
accompany, S.Fr.373.5 (v.l. συμπλάζεται), dub. in Rev.Et.Anc.31.311 (Thrace).
Greek (Liddell-Scott)
συνοπάζομαι: Παθ., = συνοπαδέω, ἴδε συμπλάζομαι.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
συνοπάζομαι: сопровождать, сопутствовать Soph.