φύρμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1316] τό, Gemengsel, Schmutz, Auswurf, Unreinigkeit, Nic. Al. 485 Th. 723.
Greek (Liddell-Scott)
φύρμα: τό, μῖγμα, κόπρος, ῥύπος, βόρβορος, Νικ. Ἀλ. 485, πρβλ. Θηρ. 723.
[Seite 1316] τό, Gemengsel, Schmutz, Auswurf, Unreinigkeit, Nic. Al. 485 Th. 723.
φύρμα: τό, μῖγμα, κόπρος, ῥύπος, βόρβορος, Νικ. Ἀλ. 485, πρβλ. Θηρ. 723.