ψέφος

Revision as of 20:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εος, τό, darkness, cj. Lobeck in Alc.112 (ψόφου, σκότου codd.), cf. Gal.19.156; = καπνός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, auch ψέφας, Dunkel, Finsterniß, Dunst, Rauch, VLL. Vgl. κνέφας, ζόφος.

Greek (Liddell-Scott)

ψέφος: -εος, τό, σκότος, Ἀλκαῖος 108· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 315· ψέφας μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
obscurité.
Étymologie: DELG rien de … clair.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
βλ. ψέφας.

Greek Monotonic

ψέφος: -εος, τό, σκοτάδι, σε Αλκαίο.

Middle Liddell

ψέφος, ος, εος, τό,
darkness, Alcae.