γίγγλαρος

Revision as of 21:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, a kind of flute or fife, Poll.4.82:—Dim. γιγγλάριον, τό, AB88; cf. γίγγρας.

German (Pape)

[Seite 491] ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.

Greek (Liddell-Scott)

γίγγλαρος: ὁ, εἶδος αὐλοῦ, Πολυδ. Δ', 82· ὑποκορ. γιγγλάριον, τό, Α. Β. 88· πρβλ. γίγγρας.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ flauta pequeña de origen egipcio, Poll.4.82.

Greek Monolingual

γίγγλαρος, ο (Α)
μικρός αιγυπτιακός αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίγγρος, με ανομοίωση και παρέκταση με -ρ-].