διεγγύημα

Revision as of 22:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, pledge, security, PTeb.5.12 (ii B. C.), BGU 112.12 (i A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
garantía, fianza en préstamos y otras transacciones τὸ μὲν γὰρ δ. διὰ τῶν λόγων ἀνενήνοχας PLugd.Bat.20.49.29 (III a.C.), πλὴν τῶν μεμισθωμένων εἰς τὸ πατρικὸν [καὶ] ὧν δ. ὑπάρχει COrd.Ptol.53.12 (II a.C.), ληφθέντων τῶν καθηκόντων διεγγυημάτων ταύτης τε καὶ τῶν ἄλλων ὠνῶν UPZ 225.28 (II a.C.), cf. 114.1.16 (II a.C.), καθιστᾶν τὰ καθήκοντα διεγγυήματα PTeb.728.4 (II a.C.), προσδέχεσθαι ... οἰκίαν ἐν διεγγυήματι PTeb.776.35 (II a.C.), τὰ ὑπάρχοντά μοι ὄντα καθαρὰ ἀπό τε ὀφειλῆς καί ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος BGU 112.12 (I d.C.), cf. BGU 2098.13, 2100.28 (ambos I d.C.), PBon.24b.17 (II d.C.).

Greek Monolingual

διεγγύημα, το (Α) διεγγυώ
1. αυτός που δόθηκε ως εγγύηση
2. ενέχυρο, υποθήκη·