διεγγυώ

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

διεγγυῶ (-άω) (Α) εγγυώ
Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου
2. υπόσχομαι
3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια
4. παρέχω ως ενέχυρο
5. υποθηκεύω την περιουσία μου
II. διεγγυώμαι
1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου
2. βρίσκω εγγυητή, εγγυάται κάποιος για μένα.