θαλασσονόμος

Revision as of 23:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, dwelling in the sea, Emp. 76.1, Nonn.D.37.265.

German (Pape)

[Seite 1183] meerbeweidend, im Meere lebend; κόγχαι Empedocl. bei Plut. Symp. 1, 2, 5; ἵπποι, Seepferde, Nonn. D. 37, 265.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσονόμος: -ον, νεμόμενος, ζῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, κόγχαι Ἐμπεδ. 300· ἵπποι, οἱ θαλάσσιοι ἵπποι, Νόνν. Δ. 37. 265.

Greek Monolingual

θαλασσονόμος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» — κοχύλια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -νομος (< νέμω), πρβλ. αγρονόμος, βουνόμος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσονόμος: живущий в море, морской (κόγχαι Emped. ap. Plut.).