καρφοειδής

Revision as of 00:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, like dry sticks, κλῶνες, κλωνία, Dsc.4.42, Gp.2.6.29.

German (Pape)

[Seite 1332] ές, dem κάρφος ähnlich, so dünn, wie trockene Reiser, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κάρφην, Γεωπ. 2. 6, 29.

Greek Monolingual

καρφοειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με ξερό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. γραμμοειδής, θυσανοειδής].